ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΚΑΨΗΣ: Την πρόταση την γνωστοποίησε στους Έλληνες δημοσιογράφους ο ίδιος ο Τούρκος υπουργός των εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου
Παραδόξως η κυβέρνηση ούτε γνωστοποίησε τις τουρκικές προτάσεις ούτε τις έκανε δεκτές, ούτε καν στο αυτονόητο μέρος τους, τη συνέχιση των επαφών για τα ΜΟΕ. Λέμε «παραδόξως» επειδή η αποφυγή επικίνδυνων εντάσεων αναγνωρίζεται ως αναγκαία και συμφέρουσα για την Ελλάδα, ακόμα και από όσους θεωρούν ότι δεν συζητάμε τίποτα άλλο με την Τουρκία πέρα από τη χάραξη της ΑΟΖ.Όταν προσφέρεται λοιπόν η ευκαιρία για εκτόνωση της έντασης και μάλιστα με τουρκική πρωτοβουλία, χωρίς δηλαδή να εμφανίζεται η Ελλάδα ότι υποχωρεί, θα περίμενε κανείς ότι η κυβέρνηση θα έσπευδε να την αξιοποιήσει. Το γιατί δεν το έκανε προκαλεί απορία. Είτε ο Μητσοτάκης θεωρούσε ότι το κλίμα της έντασης τον βολεύει προεκλογικά είτε απλώς φοβόταν να κάνει μια τέτοια κίνηση επειδή πίστευε ότι θα μπορούσε να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης εναντίον του. Το άφησε για αργότερα.
Μπορούμε τώρα να καταλάβουμε ωστόσο γιατί τον Ιανουάριο, είχε υποστηρίξει με κατηγορηματικό τρόπο στο Νταβός, ότι δεν πρόκειται να πάμε σε πόλεμο με την Τουρκία. Ήξερε ποιες είναι οι πραγματικές προθέσεις της άλλης πλευράς, άσχετα με το ύφος των εκατέρωθεν δηλώσεων.Υπήρξαν βέβαια προσπάθειες να μειωθεί η σημασία της τουρκικής πρωτοβουλίας. Οι προτάσεις, ισχυρίστηκαν ορισμένοι, αποτελούσαν μέρος μιας παραπλανητικής κίνησης για να μπορούν να πουν στον Μπλίνκεν ότι να δες, η Ελλάδα καλλιεργεί την ένταση. Όμως η Τουρκία έδειξε και πάλι τις προθέσεις της όταν θέλησε να εκμεταλλευτεί το καλό κλίμα που δημιουργήθηκε με τους σεισμούς για να εκτονώσει την ένταση με την Ελλάδα.Ευτυχώς η Ελλάδα ανταποκρίθηκε. Έτσι ο Τσαβούσογλου όχι μόνο δημοσιοποίησε τις προτάσεις αλλά έσπευσε να υποδεχθεί και τον Δένδια, τον πρώτο Υπουργό Εξωτερικών άλλης χώρας που επισκέφθηκε την Τουρκία, δηλώνοντας ότι δεν θα πρέπει να περιμένουμε τον επόμενο σεισμό για να μπορέσουν οι δύο χώρες να βελτιώσουν τις σχέσεις τους.
Άλλωστε την επιθυμία εξομάλυνσης την είχε δείξει ήδη από πέρσι και ο Ερντογάν προσκαλώντας τον Μητσοτάκη στην Πόλη. Η πρωτοβουλία δεν είχε συνέχεια, αντιθέτως οδήγησε στην χειρότερη ίσως περίοδο έντασης και τουρκικών απειλών. Όμως γι αυτό έχουν ευθύνη και οι δύο πλευρές.
Προφανώς δεν πρέπει να δίνουμε στην τουρκική πρωτοβουλία μεγαλύτερη σημασία από ότι μπορεί να έχει. Οι τουρκικές διεκδικήσεις παραμένουν στο ακέραιο και κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο να επιστρέψουμε αν και όταν το κρίνουν σκόπιμο, στο καθεστώς των απειλών. Όμως είναι φανερό ότι σήμερα η Τουρκία επιθυμεί την ύφεση και στις σχέσεις με την Ελλάδα.Αυτό είναι συνεπές με τη γενικότερη τουρκική πολιτική στην περιοχή καθώς ο Ερντογάν προσπαθεί να στήσει γέφυρες με κράτη και κυβερνήσεις με τις οποίες είχε συγκρουστεί άγρια στο πρόσφατο παρελθόν. Ισραήλ, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και Αίγυπτος είναι χαρακτηριστικές περιπτώσεις. Και με τις τρεις οι σχέσεις ήταν στο ναδίρ, και με τις τρεις ο Ερντογάν έκανε στροφή 180 μοιρών. Δεν ήταν τυχαίο.
Μπορεί η αλλαγή πολιτικής της Τουρκίας να γίνεται και από θέση αδυναμίας. Η Τουρκική οικονομία δεν αφήνει πολλά περιθώρια για αντιπαλότητες και οι σεισμοί επιδείνωσαν την κατάσταση. Μπορεί όμως, για την ακρίβεια είναι πιο πιθανό, να συμβαίνει και κάτι παραπάνω. Η Τουρκία μοιάζει να επανακαθορίζει συνολικά τις σχέσεις της στην περιοχή και στον κόσμο.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία έδειξε πολύ πιο καθαρά τον καινούργιο ρόλο που διεκδικεί. Θέλει να είναι μια χώρα που ανήκει στη Δύση και το ΝΑΤΟ και ταυτόχρονα να είναι ένας αξιόπιστος ενδιάμεσος στις σχέσεις ΗΠΑ, Ρωσίας, Κίνας και Ευρώπης. Αυτό τη βολεύει οικονομικά και τη βολεύει πολύ περισσότερο γεωπολιτικά. Άλλωστε στην ενδοχώρα της Ασίας, μια περιοχή με μεγάλη οικονομική σημασία, έχει προσβάσεις και μπορεί να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο. Είναι μια δύσκολη άσκηση η οποία μπορεί να γίνει μπούμεραγκ.
Στο παρελθόν ανάλογες κινήσεις της έδωσαν το χαρακτηρισμό «επιτήδειος ουδέτερος» με μάλλον αρνητικά αποτελέσματα. Οι συνθήκες σήμερα όμως είναι πολύ διαφορετικές, όπως διαφορετική και αρκετά πιο ισχυρή, είναι και η Τουρκία. Η στροφή που πραγματοποιεί έχει πολύ περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας. Το ότι για παράδειγμα παραβιάζει όλες τις κυρώσεις για τη Ρωσία χωρίς να υφίσταται αντίποινα, δείχνει πόσο σημαντική έχει γίνει η θέση της. Παρά τις πιέσεις που της ασκούνται, καμία μεγάλη δύναμη δεν την θέλει για αντίπαλο.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα τότε ίσως να γίνεται καλύτερα κατανοητό γιατί σήμερα μπορεί να έχει διαφορετικές προτεραιότητες και σε σχέση με την Ελλάδα. Γιατί οι αντιπαλότητες που είχε καλλιεργήσει ο ίδιος ο Ερντογάν στο πρόσφατο παρελθόν μπορεί να αποτελούν αχρείαστο ή και επιζήμιο περισπασμό. Πώς αυτό μπορεί να επηρεάσει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις σε βάθος χρόνου δεν είναι σαφές.
Σίγουρα όμως είναι κάτι που η ελληνική διπλωματία πρέπει να λάβει υπόψη και να το αξιοποιήσει καταλλήλως. Αρχίζοντας από το αυτονόητο: την επανέναρξη του διαλόγου αμέσως μετά τις εκλογές. Από αυτό, ότι κι αν ισχύει, μόνο να κερδίσουμε έχουμε.
28.02.2023, 10:17 πρώτο θέμα